χρησιμοθηρικός

χρησιμοθηρικός
η , ό утилитаристский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χρησιμοθηρικός" в других словарях:

  • χρησιμοθηρικός — ή, ό, Ν [χρησιμοθήρας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χρησιμοθηρία και στον χρησιμοθήρα. επίρρ... χρησιμοθηρικώς και χρησιμοθηρικά Ν με χρησιμοθηρικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • χρησιμοθηρικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρησιμοθηρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρησιμοκρατικός — ή, ό, Ν [χρησιμοκρατία] ο σχετικός με την χρησιμοκρατία, χρησιμοθηρικός …   Dictionary of Greek

  • χρησιμοκρατικός — ή, ό βλ. χρησιμοθηρικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»